αποσκέπαστος

αποσκέπαστος
-η, -ο (Μ ἀποσκέπαστος, -ον)
1. αυτός που έχει ακάλυπτο το κεφάλι
2. (για οικοδομή) χωρίς στέγη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποσκεπαστός — αποσκεπαστός, ή, ό και απόσκεπος, η, ο αυτός που γίνεται κρυφά, ο συγκαλυμμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”